- διανθής
- -ές (Α διανθής, -ές)1. (για υφάσματα) ανθοποίκιλτος2. (για φυτά) α) αυτός που έχει διπλά άνθηβ) αυτός που ανθίζει δύο φορές τον χρόνο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διανθῆ — διανθής double flowering neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) διανθής double flowering masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) διανθής double flowering masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανθέστερον — διανθής double flowering adverbial comp διανθής double flowering masc acc comp sg διανθής double flowering neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανθές — διανθής double flowering masc/fem voc sg διανθής double flowering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανθοῦς — διανθής double flowering masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανθέος — διανθής double flowering masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανθεῖ — διανθέω flower again pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) διανθέω flower again pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) διανθής double flowering masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) διανθής double flowering masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
αβελία — (abelia).Φυλλοβόλοι ή αείφυλλοι θάμνοι της οικογένειας των αιγοκληματιδών ή καπριφολιιδών. Πατρίδα τους είναι οι εύκρατες περιοχές της κεντρικής και ανατολικής Ασίας (Θιβέτ, Κίνα, Κορέα, Ιαπωνία). Δύο είδη κατάγονται από το Μεξικό. Μπορούν να… … Dictionary of Greek